τριχομονάδα — και λόγιος τ. τριχομονάς, άδος, η, Ν ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης τριχομονάδες, τα οποία είναι παράσιτα εντόμων, μαλακίων, σκωλήκων, ιχθύων, βατράχων, ερπετών, πτηνών και θηλαστικών, καθώς και τού ανθρώπου, και… … Dictionary of Greek
τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις … Dictionary of Greek
τριχομονίαση — η, Ν η τριχομονάδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichomoniasis < trichomonas (πρβλ. τριχομονάδα) + iasis (< ίασις / ίαση*)] … Dictionary of Greek
υμενοφυλλίδες — Λέγονται και Υμενοφυλλοειδή. Οικογένεια φυτών του αθροίσματος των πτερίδων, που αριθμεί αρκετά γένη πτερίδων των εύκρατων και θερμών χωρών. Τα φυτά αυτά είναι από τα ατελέστερα που υπάρχουν και διακρίνονται βασικά από το προθάλλιό τους, το οποίο… … Dictionary of Greek